-
1 τύρφη
[тирфи] ουσ. Θ. торф,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τύρφη
-
2 торфяной
επ.1. τυρφώδης, πλήρης τύρφης. || της τύρφης• από τύρφη.2. με τύρφη•-ая электростанция ηλεκτρικός σταθμός με καύσιμο την τύρφη.
εκφρ.- ые почвы – τυρφώδη εδάφη•торфяной брикет – μπρ ικέτα από τύρφη. -
3 торфование
η λίπανση του εδάφους με τύρφηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торфование
-
4 торф
-
5 торфяной
торф||янойприл τυρφώδης/ ἀπό τύρφη (из торфа):\торфянойяное болото τό τυρφώδες ἔλος· \торфянойяно́й брикет ἡ μπρικέττα ἀπό τύρφη. -
6 торфовать
-фую, -фуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. торфованный, βρ: -ван, -а, -оλιπαίνω έδαφος με τύρφη.λιπαίνομαι με τύρφη. -
7 кокс
1. (топливо) о οπτάνθρακ/ας, το κοκ/κωκ (ξεν.)гасить - мокрым способом σβήνω τον - α με την υγρή μέθοδο, тушить - сухим способом σβήνω τον - α με την ξηρή μέθοδοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кокс
-
8 компост
с.-х. το μ(ε)ίγμα του οργανικού λιπάσματος (κοπριά με τύρφη/χώμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компост
-
9 пек
тех. о πισσίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пек
-
10 торф
η τύρφη, ο τυρφάνθρακαςο ποάν-θρακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торф
-
11 торфяной
τυρφώδηςαπό τύρφηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торфяной
-
12 торф
торфм ἡ τύρφη, ὁ τυρφάνθραξ, ὁ πο-άνθραξ. -
13 торф
[τόρφ] ουσ. α. τύρφη -
14 торф
[τόρφ] ουσ α τύρφη -
15 сфагновый
-
16 сфагнум
-а α.τύρφη (από σφάγνο). -
17 торф
-а α.τύρφη, τυρφάνθρακας. -
18 торфование
-я ουδ.λίπανση εδάφους με τύρφη. -
19 черпать
ρ.δ.μ.1. αντλώ•черпать воду из колодца αντλώ (βγάζω) νερό από το πηγάδι.
|| εξάγω, εξορύσσω, βγάζω•черпать землю βγάζω χώμα•
черпать песок βγάζω άμμο•
черпать торф βγάζω τύρφη.
2. μτφ. παίρνω•черпать силы αντλώ δυνάμεις•
черпать деньги παίρνω χρήματα.
αντλούμαι• εξάγομαι • βχαίνω.
См. также в других словарях:
τύρφη — Τύπος άνθρακα ο οποίος προέρχεται από την αργή εξαλλοίωση φυτικών τμημάτων, που συγκεντρώνονται σε τεράστιες μάζες, αποτελώντας ποανθρακωρυχεία ή τεναγώδη κοιτάσματα παλαιάς σύστασης. Η τ. εμφανίζεται με μορφή σπογγώδη και ινώδη και είναι ένα… … Dictionary of Greek
τύρφη — η ορυκτός άνθρακας που σχηματίστηκε από ατελή απανθράκωση φυτικών οργανισμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
τυρφώδης — ες, Ν 1. όμοιος με τύρφη 2. αυτός που περιέχει τύρφη ή που αποτελείται από τύρφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλεϋ] … Dictionary of Greek
τυρφάνθρακας — ο, Ν τύρφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη + άνθρακας] … Dictionary of Greek
τυρφαπόπατος — ο, Ν (παλαιότερα) απόπατος, αποχωρητήριο, για την απολύμανση τού οποίου χρησιμοποιούσαν τύρφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη + απόπατος] … Dictionary of Greek
τυρφικός — ή, ό, Ν [τύρφη] γεωλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τύρφη (α. «τυρφικά βρύα» β. «τυρφικό έδαφος») … Dictionary of Greek
τυρφώνας — ο, Ν 1. κοίτασμα τύρφης 2. μέρος όπου σχηματίζεται ή φυλάσσεται η τύρφη την οποία εξάγουν από τα έλη 3. (γεωλ. οικολ.) τύπος υγροβιότοπου που χαρακτηρίζεται από σπογγώδες, ελάχιστα αποστραγγιζόμενο τυρφικό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύρφη + επίθημα… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
λιμναίος οικισμός — Οικισμός που δημιουργείται από καλύβες ορθωμένες πάνω σε ένα σανίδωμα, το οποίο υποστηρίζεται από πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα ή στις όχθες μιας λίμνης ενός βάλτου ή ενός τενάγους από τύρφη. Αρκετά διαδεδομένοι κατά τη νεολιθική εποχή (περ.… … Dictionary of Greek
κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek